Live as if you were to die tomorrow…
Το παρακάτω κείμενο δεν θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως λογοτεχνικό κείμενο. Ούτε σαν ένα άρθρο συμβουλευτικό. Κατάθεση είναι. Απλά για να φύγει από μέσα μου…
Live as if you were to die tomorrow. Learn as if you were to live forever.
M.Gandhi
Είχα υποσχεθεί να μην το ανασύρω ποτέ. Τo κρατούσα κρυμμένο όχι γιατί είναι κάτι για το οποίο ντρέπομαι αλλά είναι κάτι το οποίο είναι εξαιρετικά οδυνηρό σαν ανάμνηση. Ξέρεις από αυτά που τα κρατάς πολύ βαθειά. Παλεύεις να τα διαγράψεις τελείως . Αλλά όπως ένα σημάδι από μια παλιά βαθειά πληγή δεν σβήνει ποτέ έτσι και αυτά παραμένουν θαμμένα… Ωστόσο πάντα εκεί. Μέχρι κάτι να δώσει το έναυσμα και να τα ανασύρει…
Χειμώνας 2021… Χαλαρός στον καναπέ, με τον ζεστό καφέ στα χέρια, χαζεύω το βραδινό δελτίο των ειδήσεων. Ένας ιατρός από την Θεσσαλονίκη περιγράφει την εφιαλτική βραδινή εφημερία που έζησε στο νοσοκομείο: «Η κατάσταση είναι τραγική. Ζούμε στιγμές λες και είμαστε σε πόλεμο.»
Λες και είμαστε σε πόλεμο…
Καλοκαίρι, περίπου τέλη της δεκαετίας του 90. Έχει συμπληρωθεί σχεδόν ένας ολόκληρος χρόνος αιματηρών συγκρούσεων στην περιοχή του Κοσσυφοπεδίου. Οι δυνάμεις του UCK και του σερβικού στρατού μάχονται ασταμάτητα, με τα θύματα ανάμεσα στον άμαχο πληθυσμό να αυξάνονται κατακόρυφα. Πόλεμος…

Η ανάγκη για ανθρωπιστική βοήθεια δεδομένη. Έχοντας μόλις ολοκληρώσει τις βασικές μου σπουδές και μετά από μια σύντομη εκπαίδευση στα τμήματα επειγόντων ήμουν στην λίστα αναμονής, μέχρι να έρθει η σειρά μου να υπηρετήσω την θητεία μου ως αγροτικός ιατρός. Γεμάτος από τον ενθουσιασμό και τον ρομαντισμό της ηλικίας και με αφορμή τα όσα γίνονταν στην γειτονιά μας, αποφάσισα μαζί με άλλους δύο φίλους και συναδέρφους να ακολουθήσουμε την αποστολή μια οργάνωσης εθελοντών ιατρών, που θα βοηθούσαν στην επάνδρωση ενός πρόχειρου υγειονομικού σταθμού στην περιοχή του Κοσσόβου.
Το ΣΤΕΠ αυτό θα επανδρωνόταν από ομάδες στρατιωτικών και πολιτών ιατρών από όλοι την Ευρώπη και θα διέθετε 3 χειρουργικές κλινικές, αίθουσα επεμβάσεων, μονάδα αυξημένης φροντίδας, σταθμό επανεκτήσιμων διακομιζομένων με 20 εξεταστήρια, γραφείο εισερχομένων – εξερχομένων, μικροβιολογικό και ακτινολογικό εργαστήριο, οδοντιατρείο και 8 θαλάμους νοσηλείας .
Δέκα λοιπόν Έλληνες ιατροί, 7 επίατροι και τρεις τελειόφοιτοι καθώς και 20 νοσηλευτές βρεθήκαμε μια Κυριακή του Ιουνίου, ξημερώματα στο αεροδρόμιο του Ασπρόπυργου έτοιμοι να επιβιβαστούμε στα δύο σινούκ που περίμεναν να μεταφέρουν εμάς και υγειονομικό υλικό στην Σερβία. Πολύ χαβαλές , νευρικά γελάκια, πειράγματα σε εμάς τους νεότερους από τους πιο παλιούς και πολύ έντονα κτυποκάρδια τα οποία ευτυχώς καλύπτονταν από τον θόρυβο των κινητήρων των ελικόπτερων. Φορούσαμε όλοι τις ίδιες μπλε στρατιωτικές στολές με το σήμα της ανθρωπιστικής οργάνωσης στο ένα μανίκι και την ελληνική σημαία στον δεξιό ώμο. Οι ιατροί είχαμε στον πέτο ένα λευκό ιατρικό σήμα με μια ράβδο και το φίδι που κουλουριάζετε γύρω της, ως επιπλέον διακριτικό…
Μόλις απογειώθηκε το ελικόπτερο, χειροκρότημα από όλους. Η αρχή μιας περιπέτειας. Πάμε να βοηθήσουμε…
Περίπου μιάμιση ώρα μετά το σινούκ ακουμπούσε το σερβικό έδαφος. Η ζέστη ήταν ήδη αφόρητη , στέλνοντας σαφή μηνύματα για τις συνθήκες που θα συναντούσαμε. Ο τελικός μας προορισμός ένα παλιό αρχοντικό, στα περίχωρα μια σχετικά μεγάλης πόλης της περιοχής. Μια ώρα απόσταση περίπου με το αυτοκίνητο. Απέναντι από τον χώρο προσγείωσης μας περίμεναν ένα λεωφορείο και ένα μικρό φορτηγό. Μας έκανε εντύπωση πως κανένα διακριτικό δεν υπήρχε πάνω στα αυτοκίνητα. Σέρβικες πινακίδες, φιμέ σκούρα τζάμια και διαφημίσεις στα πλαϊνά, όπως σε οποιοδήποτε τουριστικό όχημα. Τίποτα άλλο που να μαρτυρά το φορτίο και τους επιβάτες που θα μετέφεραν.
Μας υποδέχτηκαν τέσσερις Ολλανδοί στρατιωτικοί, οι οποίο ήταν υπεύθυνοι για την εγκατάσταση μας. Χωρίς πολλά πολλά και με μια σχεδόν αγενή τυπικότητα μας οδήγησαν στα οχήματα ενημερώνοντας μας ότι θα πάρουμε οδηγίες για την δουλειά που θα κάνουμε, όταν φτάσουμε στο Στεπ.
Ομολογώ ότι η ψυχρότητα τους μου ψαλίδισε λίγο τα φτερά. Περίμενα υποδοχή ήρωα και όχι υποδοχή νεοσύλλεκτου. Έβαλα τα γυαλιά μου και προχώρησα προς το λεωφορείο. Μπαίνοντας, ο οδηγός μου έδειξε ένα αλεξίσφαιρο γιλέκο και ένα κράνος… «Πλάκα μου κάνεις τώρα;» μονολόγησα στα ελληνικά.
Ένα απότομο «φόρεσε τα και προχώρα» με έβαλε στην θέση μου… Βόλεψα τον σάκο μου, φόρεσα το γιλέκο και το κράνος, κοιτώντας με απορία τον διπλανό μου. Την ίδια απορία και ένα ίχνος φόβου είδα και στα δικά του μάτια.
Καθώς το λεωφορείο έβγαινε από το αεροδρόμιο, προσπάθησα να συμμαζέψω την αισιοδοξία μου και να μαντέψω το πόστο που θα μου ανέθεταν. Έλπιζα σε κάτι σημαντικό . Που θα μπορούσα να προσφέρω κάτι ουσιαστικό. Στο χειρουργικό κομμάτι. Στα επείγοντα. Εκεί που θα ήταν και η δράση…
Κανείς μας δεν μιλούσε… Κοιτάζαμε όλοι έξω από τα παράθυρα. Μας έκανε εντύπωση η ησυχία και η ερημιά που υπήρχε στα περίχωρα. Εγκαταλειμμένα σπίτια, κάποια χαλάσματα, αυτοκίνητα παρατημένα στην άκρη του δρόμου… Έσφιξα τα χέρια στην καρέκλα. «Οκ… ήρεμα..Τι μπορεί να πάει άσχημα;» μου ψιθύρισε ένας επίατρος που καθόταν απέναντι μου…
Φτάνοντας στον βασικό ιστό της πόλης το λεωφορείο έκοψε ταχύτητα. Ένας Ολλανδός συνταγματάρχης που ήταν αρχηγός του δικού μου γκρουπ, γύρισε προς τα πίσω καθίσματα και με φωνή που δεν άφηνε περιθώρια μας πρόσταξε να ξαπλώσουμε μπρούμυτα στην μέση του διαδρόμου, μακριά από τα παράθυρα…
Μούδιασα… « Σοβαρά τώρα;;;;;» κοίταξα τον επίατρο δίπλα μου. «Τέλειωνε. Κάνε ότι σου λέει.» μου απάντησε αυτός κοφτά καθώς έπεφτε με το πρόσωπο στραμμένο προς το δάπεδο του λεωφορείου…
Μεσολάβησαν περίπου 15’ που μου φάνηκαν αιώνας. Το λεωφορείο προχωρούσε σχετικά σβέλτα, χωρίς καμία στάση, λες και δεν υπήρχαν φανάρια ή διασταυρώσεις. Απόλυτη σιγή από όλους μας. Λες και κάποιος θα μας άκουγε αν μιλούσαμε ή έστω αν ανασαίναμε πιο δυνατά…
Σε κάποια στιγμή ένιωσα το λεωφορείο να επιβραδύνει και τον γνωστό ήχο των φρένων να σηματοδοτεί την άφιξη στον προορισμό μας..

Σήκωσα δειλά το κεφάλι μου και είδα την πύλη ενός παλιού αρχοντικού που έζωνε ένας σχετικά ψηλός φράκτης, στην κορυφή του οποίου είχε τοποθετηθεί αγκαθωτό σύρμα. Στην είσοδο υπήρχε ένα φυλάκιο με μια μπάρα και δυο-τρία πρόχειρα οδοφράγματα… «Τι νοσοκομείο είναι αυτό ρε συ; Κανονικό στρατόπεδο είναι! Έχει και σκοπούς γύρω γύρω.» επισήμανε ένας νεαρός νοσηλευτής που καθόταν στην γαλαρία.
Πράγματι στην πύλη στέκονταν δυο στρατιώτες με την βρετανική σημαία στο ένα μανίκι και το γαλάζιο κράνος των Ηνωμένων Εθνών στο κεφάλι. Ο ένας πλησίασε προς την πόρτα του λεωφορείου προκειμένου να ελέγξει τα σχετικά, ενώ ο άλλος έμεινε ακίνητος στην θέση του… Μου τράβηξε αμέσως την προσοχή. Ασυναίσθητα έβγαλα το κράνος μου και κόλλησα το πρόσωπο μου στο τζάμι για να μπορέσω να δω καλύτερα. Ήταν κατακόκκινος και έδειχνε να υποφέρει από την αφόρητη ζέστη, φορώντας όλο τον εξοπλισμό. Πρέπει να ήταν γύρω στα 22. Η πρόσκαιρη σκιά που δημιούργησε ο όγκος του λεωφορείου, φαινόταν σαν δώρο από τον ουρανό . Ακούμπησε την πλάτη του στον τοίχο , και με το ένα χέρι του έβγαλε το κράνος του ενώ με το μανίκι του άλλου του χεριού έκανε να σκουπίσει τον ιδρώτα που έτρεχε στα μάτια του…
Από το πουθενά ακούστηκε ένα διαπεραστικό σφύριγμα και ο ήχος του όπλου που έπεσε στον δρόμο …Ένας αιματηρός κύκλος είχε σχηματιστεί στο κέντρο του μετώπου του νεαρού σκοπού, ο οποίος άπνοος κύλησε σιγά σιγά κατά μήκος του τοίχου και σωριάστηκε νεκρός… Ένα δευτερόλεπτο αργότερα ακούστηκε η σειρήνα του συναγερμού και όλοι έπεσαν κάτω, προσπαθώντας να μην δώσουν στόχο στον ελεύθερο σκοπευτή που είχε στήσει το καρτέρι του…
Πάγωσα… Δεν θυμάμαι πως ένιωσα… Δεν θυμάμαι καν αν πρόλαβα να νιώσω… Φρίκη μαζί με φόβο; Τρόμο; Λύπη; Πανικό; Τόσα πολλά που τελικά ήταν σαν να μην νιώθω τίποτα;;; Το μόνο που μπορώ να ανακαλέσω είναι το χέρι του Ολλανδού συνταγματαρχή που βρίζοντας με άρπαξε από το χέρι και με έσπρωξε προς το πάτωμα του λεωφορείου…
Χρειάστηκαν περίπου είκοσι λεπτά για να περάσει το λεωφορείο στο εσωτερικό του πρόχειρου στρατιωτικού νοσοκομείου. Τώρα πια δεν μιλούσε κάνεις από εμάς. Μόνο οι Ολλανδοί υπεύθυνοι έμοιαζαν ικανοί να συνεχίσουν την αποστολή και την ρουτίνα τους…
…..Μας έδειξαν τους κοιτώνες μας και μας άφησαν να ξεκουραστούμε δυο ώρες, μετά από ένα γρήγορο γεύμα. Το απόγευμα θα μας ανέθεταν τα πόστα και τον τομέα ευθύνης του καθενός. Οι πολίτες ιατροί ως σχετικά λιγότερο έμπειροι θα πλαισιώναμε τους περισσότερο έμπειρους και παλαιότερους συναδέρφους ως επικουρικό προσωπικό. Δεν νομίζω ότι μας ένοιαξε ιδιαίτερα… Κανένας δεν μιλούσε… Κανένας δεν έφαγε. Νομίζω ότι όλοι προσευχόμασταν σιωπηρά…
…..Θα μπορούσα να γράψω ολόκληρο βιβλίο για τα όσα έζησα τις επόμενες μέρες. Θα μείνω ωστόσο σε ένα περιστατικό που ήταν οριακό για την μετέπειτα ιστορία μου…. Παρότι είχαν περάσει μόνο λίγες μέρες, ο χρόνος φαινόταν τόσο συμπυκνωμένος και κάθε ώρα αντιστοιχούσε σχεδόν σε μια εβδομάδα από την συνηθισμένη μου ρουτίνα. Περνούσα όλη μου την μέρα στο νοσοκομείο, ενώ τον ελεύθερο χρόνο μου,νομίζω ότι κρυβόμουν μέσα στους τοίχους του κτιρίου. Ούτε κουβέντα για έξοδο στην πόλη. Ούτε καν στο προαύλιο. Στο τέλος της βάρδιας μας, μαζευόμασταν γύρω από ένα ψυγείο με μπύρες και πίναμε, λέγοντας ο καθένας την δική του ιστορία προσπαθώντας να ξορκίσουμε τα όσα μαύρα είχαμε δει τις προηγούμενες ώρες. Περίεργο μίγμα. Ολλανδοί ,Βρετανοί, Έλληνες και ορισμένοι Βέλγοι συνέθεταν ένα ετερογενές κράμα, που το ένωνε η ιατρική και η επιθυμία να προσφέρουμε …
Φτάσαμε έτσι μέχρι την Πέμπτη το πρωί. Η ροή ήταν φυσιολογική χωρίς κάτι τρομερό για τα δεδομένα των συνθηκών να έχει συμβεί. Ξαφνικά ακούστηκαν οι σειρήνες ενός ασθενοφόρου, που ουρλιάζοντας πέρασε την πύλη σχεδόν σπάζοντας τα οδοφράγματα και φρενάροντας λίγο πριν την είσοδο των επειγόντων. Από το ασθενοφόρο κατέβηκαν σχεδόν κλαίγοντας ο οδηγός και ο τραυματιοφορέας, αλαφιασμένοι ανοίγοντας την πίσω πόρτα του οχήματος… Στο φορείο ήταν το κορμί ενός μικρού παιδιού, με διαμελισμένα κάτω άκρα, ακίνητο και αιμόφυρτο…. Το παιδάκι στα 7 του είχε πάει να παίξει σε μια παιδική χαρά… Η παιδική χαρά είχε ναρκοθετηθεί… Το παιδάκι πάτησε μια νάρκη…

Μετά από 3 λεπτά ακολούθησε ένα άλλο ασθενοφόρο… Αυτή την φορά στο φορείο ήταν σε παρόμοια κατάσταση, ο πατέρας του παιδιού, ο οποίος κρατούσε στην αγκαλιά του ένα μικρότερο παιδάκι. Είχε ορμήσει μέσα στις νάρκες για να σώσει τα μικρά του… Ήταν και αυτοί νεκροί… Ο πόνος και ο θυμός που νιώσαμε όλοι, έσφιγγε το στομάχι και την καρδιά σαν μέγγενη. Πόνος… Οργή…. Ανείπωτη… Κι ας ήταν άγνωστοι σε εμάς…
Την επόμενη στιγμή ένα τρίτο ασθενοφόρο, πέρασε σχεδόν σπάζοντας ότι είχε απομείνει από την πύλη. Σταμάτησε μπροστά μας. Ο οδηγός κουνούσε σαν τρελός τα χέρια του, καλώντας μας. Ανοίξαμε την πόρτα. Στο φορείο ήταν αιμόφυρτη σε παρόμοια κατάσταση και η μητέρα της οικογένειας η οποία ακολούθησε τα υπόλοιπα μέλη σε μια προσπάθεια να σώσει όποιον μπορούσε. Ήταν κι αυτή νεκρή. Στα χέρια της κρατούσε ένα μωρό. Το μωρό ήταν και αυτό γεμάτο αίματα. Ωστόσο το μωρό έδειχνε τραυματισμένο μεν, αλλά ακέραιο…
Και ξαφνικά το μωρό ακούστηκε να κλαίει…
Αυτό που ακολούθησε δεν πρόκειται να το ξεχάσω ποτέ…30 ιατροί και άλλοι τόσοι νοσηλευτές, για τις επόμενες δεκαοχτώ ώρες εναλλάσσοντας βάρδιες αγωνίστηκαν να κρατήσουν στην ζωή αυτό το πλασματάκι. Μια αλυσίδα ανθρώπων τόσο ξένων μεταξύ τους, τόσο ετερογενών, τόσο παθιασμένων, με κοινό όπλο να τους ενώνει την επιστήμη και την αγάπη στον άνθρωπο τα κατάφεραν. Το μωρό επιβίωσε. Ολόκληρο το Στεπ , παράλληλα με ότι άλλο έγινε εκείνη την ημέρα, από τον πρώτο χειρουργό μέχρι την τελευταία εργαλειοδώτρια έδωσε ότι είχε από τα πνευματικά και σωματικά αποθέματα του για αυτό τον μικρό ανθρωπάκο… Και ο ανθρωπάκος τα κατάφερε… Έζησε…
Το Σάββατο με βρήκε στο σινούκ με προορισμό την Ελευσίνα. Είχα απλά ξεπεράσει τα όρια μου. Είχα χάσει πια κάθε εμπιστοσύνη στο θηρίο που λέγεται άνθρωπος .Και πάνω από όλα είχα απίστευτο θυμό προς τον Θεό. Ποιος Θεός αφήνει να γίνει τέτοιο κακό; Και ποιο πλάσμα που κάνει αυτό το κακό μπορεί λέγεται άνθρωπος;
Τους επόμενους 12 μήνες, σχεδόν κάθε βράδυ ξύπναγα με τον ίδιο εφιάλτη. Το μωρό να ψυχορραγεί στην ματωμένη αγκαλιά της νεκρής μητέρας του και τις σειρήνες των ασθενοφόρων να ουρλιάζουν… Τους επόμενους 12 μήνες δεν ήθελα να μιλήσω σε κανέναν. Τους επόμενους μήνες ήθελα να τα παρατήσω όλα… Τους επόμενους 12 μήνες ήμουν ένας άνθρωπος χωρίς Θεό. Ποιοι είναι τελικά οι άνθρωποι; Και που είναι επιτέλους ο Θεός όταν τον χρειάζεσαι;
Άνοιξη του 2005…
«Δάσκαλε… Που είναι τελικά ο Θεός όταν τον χρειάζεσαι;;;»…. «Μικρέ η ζωή μοιάζει με την οδήγηση μιας μηχανής ή ενός αυτοκινήτου αν θες… Ο Θεός είναι ο Δρόμος. Η Οδός που πρέπει να ακολουθήσεις για να φτάσεις στο καλό, στον φωτεινό προορισμό… Εμείς έχουμε δύο επιλογές. Πρώτα πρέπει να επιλέξουμε τον δρόμο που επιθυμούμε να .ακολουθήσουμε. Αν κάνουμε την σωστή επιλογή βρισκόμαστε στο φως. Αν διαλέξουμε λάθος καταλήγουμε στο σκοτάδι. Η δεύτερη επιλογή που έχουμε να κάνουμε, είναι να διαλέξουμε τον τρόπο που θα πορευτούμε. Μπορούμε να είμαστε απλά οι επιβάτες του οχήματος, οπότε η τελική διαδρομή δεν εξαρτάται από εμάς. Μπορούμε όμως να επιλέξουμε να είμαστε οι οδηγοί. Αυτοί που κρατώντας το τιμόνι στα χέρια μας καθορίζουμε την τελική πορεία που θα ακολουθήσουμε. Και το τιμόνι που κρατάμε ως οδηγοί είναι η πίστη που ο καθένας έχει μέσα του. Η πίστη είναι το πηδάλιο που δείχνει το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε. Και στο τέλος του δρόμου της πίστης, θα βρεις και τον Θεό που ψάχνεις. Μη σταματάς να πιστεύεις. Εσύ πίστευε και άσε τη πίστη να κάνει την δουλεία της. Κι αν δεν βρίσκεις κανέναν άλλο να πιστέψεις μην σταματήσεις ποτέ να πιστεύεις στον εαυτό σου.»

Χειμώνας 2021…100 νεκροί κάθε μέρα μόνο στην Ελλάδα …Η βία και η εγκληματικότητα συναγωνίζονται την απάθεια του συνόλου. Ποτέ άλλοτε, νομίζω ότι το κακό δεν έδειχνε τόσο υπομονετικό και τόσο οργανωμένο …
Αυτός ο τύπος στις ειδήσεις μου ξύπνησε τον εφιάλτη μου… Εκείνον, με τον μωρό στην αγκαλιά της νεκρής μητέρας του .Τόσα χρόνια μετά. Και ακόμα πονάει..
Ωστόσο τώρα πια έχω βρει τον Δρόμο… Και έχω μάθει να ξεχωρίζω τους ανθρώπους. Και κάθε φορά που το τέρας αυτό ξυπνά μέσα στην καταχνιά της πιο μαύρης ώρας μου, προβάλω στο μυαλό μου τη εικόνα των ανθρώπων που πάλεψαν με ότι είχαν,για να σώσουν τον μικρό. Ανθρώπων που ήταν εκεί, στην φωλιά του Θηρίου για να δώσουν ένα χέρι βοήθειας και ζεστασιάς σε όλους αυτούς που απλά δεν έφταιγαν… Ανθρώπων ασπίδα απέναντι στη σκιά και το σκοτάδι.
Διάλεχτε προσεχτικά αλλά μην χάνεται την εμπιστοσύνη σας στους ανθρώπους. Υπάρχουν ακόμα αυτοί που έχουν ως σκοπό να υπηρετήσουν και να βοηθήσουν αυτούς που έχουν ανάγκη. Είμαι σίγουρος ότι και εσείς μπορεί να είστε ένας από αυτούς. Κι ακόμα και αν δεν έχετε κανέναν να εμπιστευτείτε μην σταματήσετε ποτέ να έχετε πίστη στον εαυτό σας.
Πορευτείτε τον Δρόμο. Ως οδηγοί. Με πίστη ακλόνητη. Και θα φτάσετε. Είναι θέμα χρόνου.
Γαλουχείστε το μυαλό σας με το καλό . Το να πιστεύετε στο καλό θα γεννήσει καλοσύνη. Το να ενστερνιστείτε το ηρωικό θα σας κάνει ήρωες… Και θα σπάσετε το κύκλο της σκιάς!
Υ.Γ Ο μικρός από το Κόσσοβο νομίζω ότι ζει πια στο Άμστερνταμ. Τον υιοθέτησε ο Ολλανδός συνταγματάρχης.
Καληνύχτα!