Echoes of the moon
H μηχανή μου, η Maze, είναι μια μια μηχανή που δεν είναι της μόδας. Δεν είναι on-off, δεν είναι θηριώδης, δεν θα πάει στα δύσβατα βουνά και τους κακοτράχαλους χωματόδρομους, δεν μπορείς να πάρεις μαζί σου όλο το νοικοκυριό και το PlayStation σε κάθε εκδρομή.
Είναι μια μηχανή βόλτας, ένα cruiser, που της αρέσουν οι στριφτέρες διαδρομές και οι χαλαρές βόλτες.
Και ποια καλύτερη εποχή για τέτοιες αποδράσεις αν όχι αυτό το χειμώνοκαλόκαιρο που ζούμε …
Σε μια από αυτές τις βόλτες μου, στις πλαγιές ενός βουνού της Κεντρικής Ελλάδας, ανακάλυψα ένα ξύλινο κιόσκι, που στην παχιά του σκιά φιλοξενούσε ένα μικρό παγκάκι…Ο προσανατολισμός του ήταν ανατολικός και μπροστά του απλώνονταν μια καταπράσινη κοιλάδα που με την σειρά της έκρυβε στην αγκαλιά της ένα μικρό και γραφικό χωρίο.Είχε μια επιγραφή χαραγμένη διπλά…

Το Παγκάκι της Πανσέληνου…
…Μετά από δυο ώρες οδήγησης, φάνταζε ιδανικό διάλειμμα. Έβγαλα κράνος και γάντια, τα ακούμπησα στην σέλα της μηχανής και απλώθηκα στην αγκαλιά αυτού του μικρού αλλά φιλόξενου, απρόσμενου «καταφυγίου»…Άφησα το βλέμμα μου να πλανηθεί ακολουθώντας το ανάγλυφο, μέχρι το σημείο που στο βάθος του ορίζοντα οι πολυάριθμοι ελαιώνες μπερδεύονται με το γαλάζιο του ουρανού…Λίγο πιο ψηλά ένα μεγάλο κάτασπρο φεγγάρι είχε ήδη κάνει την εμφάνιση του.
Ξαφνικά ένας θόρυβος από βήματα βαριά που σέρνονται στο χώμα, με ξύπνησε από το daydreaming μου. Ένας ταλαιπωρημένος κύριος, γύρω στα 60, ντυμένος με ένα πράσινο παντελόνι εκστρατείας, ένα μπλουζάκι παραλλαγής και μια ξεθωριασμένη τραγιάσκα, με πλησίασε σιγά σιγά στηριγμένος σε ένα κλαδί δέντρου που χρησιμοποιούσε ως αυτοσχέδιο μπαστούνι.
«Φίλε κάθεσαι στην θέση του Βαγγέλη!» Μου λέει κοφτά.
«Αλήθεια; Χίλια συγνώμη!» Χαμογέλασα προς το μέρος του, όντας σίγουρος ότι το Τζακ Ποτ της ημέρας μόλις είχε εμφανιστεί. «Θα σηκωθώ μόλις έρθει, μην αγχώνεστε…»
«Αν δεν σηκωθείς δεν θα έρθει και εγώ είμαι εδώ για τον ανταμώσω…Σύρε πιο πέρα.»
Χωρίς να πω κουβέντα, χαμογελώντας σηκώθηκα και ακουμπώντας στην μηχανή μου, έκανα με το χέρι μου, νόημα πως το παγκάκι ήταν όλο δικό του…
Θρονιάστηκε, στηρίχτηκε στο μπαστούνι του και αναστέναξε… «Γέμισε το φεγγάρι σήμερα…Πρέπει να φανεί όπου να ναι!
Τον ξέρεις τον κ.Βαγγέλη;»
Έγνεψα αρνητικά, δείχνοντας ωστόσο με το βλέμμα μου ότι πέθανα για να μάθω!!!
«O κ.Βαγγέλης είχε πρόβατα και ήταν γέννημα θρέμμα του χωριού. Είχε παντρευτεί την Γαρουφαλιά. Από τα 15 τους ήταν μαζί. Εδώ είναι το μέρος που έρχονταν απά τότε, για να μπορέσουν να βρεθούν. Και το είχαν για γούρι, καθώς μεγάλωναν κάθε πανσέληνο να τους βρίσκει εδώ, χέρι χέρι…
Σε ηλικία 80 ετών, ο κ.Βαγγέλης βρέθηκε αντιμέτωπος με έναν απροσδόκητο και ανεπιθύμητο σύντροφο – τη μοναξιά. Η αγαπημένη του σύζυγος, είχε φύγει από τη ζωή μόλις πριν από ένα χρόνο, αφήνοντας τον με ένα βαθύ κενό που φαινόταν αδύνατο να γεμίσει.
Ο Βαγγέλης και η Γαρουφαλια είχαν μοιραστεί μαζί μια ζωή γεμάτη αναμνήσεις. Είχαν γελάσει και κλάψει, είχαν χτίσει ένα σπίτι και είχαν μεγαλώσει μια οικογένεια. Αλλά από τότε, το κάποτε ζωντανό σπίτι τους αντηχούσε από τη σιωπή της μοναξιάς. Οι οικείοι τριγμοί και οι ψίθυροι ήταν απλώς υπενθυμίσεις μιας αγάπης που είχε χαθεί.
Το πέρασμα του χρόνου είχε καταβάλει το τίμημά του στον κ.Βαγγέλη. Κάποτε ήταν ένας δραστήριος και κοινωνικός άνθρωπος, τώρα βρέθηκε να περνάει τις μέρες του περιορισμένος στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού του. Οι φίλοι, που κάποτε ήταν συχνοί επισκέπτες, είχαν σταδιακά απομακρυνθεί, απασχολημένοι με τις δικές τους ζωές. Τα παιδιά του Βαγγέλη, διάσπαρτα σε όλη τη χώρα, τον επισκέπτονταν μόνο σποραδικά.
Ένα μουντό απόγευμα, καθώς ο κ.Βαγγέλης κοιτούσε έξω από το παράθυρό του, παρατήρησε μια ομάδα παιδιών να παίζουν στο κοντινό πάρκο. Το γέλιο τους του ξύπνησε μνήμες από τα δικά του παιδικά χρόνια. Εμπνευσμένος από αυτό το γέλιο βρήκε το κουράγιο να βγει έξω και να βιώσει για άλλη μια φορά τις απλές χαρές της ζωής.
Ο κ.Βαγγέλης άρχισε να παρακολουθεί εκδηλώσεις της τοπικής κοινότητας, να συμμετέχει σε συλλόγους και να ασχολείται με δραστηριότητες που είχε παραμελήσει για καιρό. Ανακάλυψε ένα νέο πάθος για τη ζωγραφική και εντάχθηκε σε ένα μάθημα τέχνης για ηλικιωμένους. Μέσω αυτών των προσπαθειών, δημιούργησε απροσδόκητες συνδέσεις, σφυρηλατώντας φιλίες με συγχωριανούς και συγγενικά πνεύματα που μέχρι τότε τους απέφευγε βυθισμένος στην θλίψη του.
Καθώς ο κ. Βαγγέλης βυθιζόταν στη νέα του κοινότητα, συνειδητοποίησε ότι η ηλικία του συνοδεύεται από ένα μοναδικό δώρο – τη σοφία μιας ζωής που έζησε πλήρως. Έγινε μέντορας για νεότερα άτομα, μοιραζόμενος ιστορίες αγάπης, απώλειας και ανθεκτικότητας. Μέσα από την καθοδήγησή του, ο κ. Βαγγέλης βρήκε σκοπό και ολοκλήρωση, γνωρίζοντας ότι οι εμπειρίες του μπορούσαν να επηρεάσουν θετικά τους άλλους.
Η ζωή του κ.Βαγγέλη έγινε μια συμφωνία γέλιου, δακρύων και νέων δεσμών. Συνέχισε να εξερευνά το καλλιτεχνικό του ταλέντο και οι πίνακές του κοσμούσαν τοπικές γκαλερί. Τα παιδιά του, εμπνευσμένα από την ανθεκτικότητά του, άρχισαν να τον επισκέπτονται συχνότερα, εκτιμώντας τον χρόνο που τους είχε απομείνει με τον πατέρα τους.
Καθώς ο κ.Βαγγέλης πλησίαζε τα 90α γενέθλιά του, αναλογίστηκε το ταξίδι του. Η μοναξιά κάποτε τον είχε πιάσει σφιχτά, αλλά είχε βρει τη δύναμη να την ξεπεράσει. Η κληρονομιά του εκτεινόταν πέρα από τους πίνακες και τις ιστορίες του- βρισκόταν στις ζωές που είχε αγγίξει, στις καρδιές που είχε επιδιορθώσει και στην αγάπη που είχε μοιραστεί.
Το ταξίδι του κ.Βαγγέλη τον οδήγησε τελικά στο λυκόφως της ζωής του. Περιτριγυρισμένος από αγαπημένα πρόσωπα, έκλεισε ειρηνικά τα μάτια του, γνωρίζοντας ότι είχε ζήσει μια ζωή με νόημα και σκοπό. Το πνεύμα του θα ζει για πάντα.
Τα παιδιά του, τα εγγόνια του και όλοι εμείς οι φίλοι του ανταμώνουμε συχνά για να γιορτάσουμε τη ζωή του, λέγοντας ιστορίες για την ανθεκτικότητα, την καλοσύνη και το ακλόνητο πνεύμα του. Πάντα με θαυμασμό για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε τη μοναξιά, μετατρέποντάς την σε ευκαιρία για ανάπτυξη και σύνδεση.
Καθώς τα χρόνια περνούσαν, η κληρονομιά του κ.Βαγγέλη συνέχισε να ανθίζει. Η τάξη τέχνης στην οποία είχε ενταχθεί για τους ηλικιωμένους ευδοκίμησε, εμπνέοντας αμέτρητα άτομα να εξερευνήσουν τα δημιουργικά τους πάθη. Η κοινότητα που είχε αγκαλιάσει έγινε καταφύγιο για όσους αναζητούσαν παρηγοριά και συντροφιά, προσφέροντας υποστήριξη και κατανόηση.
Τα παιδιά του κ.Βαγγέλη, εμπνευσμένα από το ταξίδι του πατέρα τους, μετέφεραν τις διδασκαλίες του. Ενστάλαξαν στα δικά τους παιδιά τη σημασία της συμπόνιας, της ενσυναίσθησης και της εκτίμησης των σχέσεων που εμπλούτιζαν τη ζωή τους.
Το χωριό , που κάποτε δεν γνώριζε την ύπαρξη του κ.Βαγγέλη , τον αναγνώρισε πλέον ως σύμβολο της ανθεκτικότητας και της δύναμης της ανθρώπινης σύνδεσης.
Όλα αυτά τα χρόνια, που ζούσε μόνος του, κάθε βράδυ που είχε πανσέληνο αλλά και πολλά άλλα, ερχόταν εδώ. Για να μιλήσει με το φεγγάρι έλεγε. Για να βρεθεί πάλι με την καλή του. Έτσι έλεγε.
…Το παιδί που είχε δει έξω από το παράθυρο του ο κ.Βαγγέλης τότε, το παιδί που τον έκανε να ξαναρχίσει ήταν γιος μου. Με λένε Κώστα.»
Διέκοψε τον μονόλογο του, πήρε το βλέμμα του από το φεγγάρι και με κοίταξε κατάματα, δίνοντας μου το χέρι.
«Εδώ και δυο χρόνια έχω χάσει το παιδί και την γυναίκα μου στις φωτιές που μας κατέκαψαν και είμαι ολομόναχος. Και από τότε σχεδόν κάθε πανσέληνος με βρίσκει εδώ. Μπας και μπορέσω να ξαναρχίσω και εγώ. Ίσως κάτι μου ψιθυρίσει ο κ. Βαγγέλης. Πάντα με συμβούλευε . Ποιος ξέρει…Ίσως και κάποιος αντίλαλος από τους κουβέντες του με το φεγγάρι φτάσει πίσω μέχρι εδώ…Ποιος ξέρει…»
… Σε μια μικρή κλειστή αριστερή στροφή στις πλαγιές ενός βουνού ένα παγκάκι χρησιμεύει ως υπενθύμιση σε όλους όσους αντιμετωπίζουν τη μοναξιά, ότι ποτέ δεν είναι πολύ αργά για να σφυρηλατήσουμε νέες αρχές, να ακολουθήσουμε τα πάθη μας και να αγκαλιάσουμε την ομορφιά της ζωή, κρατώντας ζωντανό και το παρελθόν. Ένα παγκάκι που διδάσκει ότι ακόμη και μπροστά στις αντιξοότητες μπορεί κανείς να βρει δύναμη, σκοπό και αγάπη.
…Καθώς ο ήλιος έδυε πάνω από τον δρόμο της επιστροφής, ρίχνοντας μια χρυσή λάμψη στο τοπίο, ο απόηχος της ζωής του κ.Βαγγέλη παρέμενε, μεταφερόμενος από τους ψιθύρους του ανέμου.
Ο γέρος που κάποτε είχε αναγκαστεί να αντιμετωπίσει τη μοναξιά, όχι μόνο την είχε ξεπεράσει, αλλά είχε αφήσει ένα ανεξίτηλο σημάδι στον κόσμο – μια κληρονομιά αγάπης, ανθεκτικότητας και της διαρκούς δύναμης της ανθρώπινης καρδιάς.
Η Maze γουργούριζε σχεδόν με παράπονο καθώς ο δρόμος της επιστροφής έφτανε στο τέλος του.
Λες και αυτή να μην ήθελε να μείνει μόνη της μέσα στο σκοτεινό και κρύο γκαράζ.
Αγώνας μεγάλος η μοναξιά. Και τυχερός αυτός που βρίσκεται εκεί που είναι οι σκέψεις του.
Καλή δύναμη!
Καλή νύχτα !