Είναι ωραία η θάλασσα …
Ίσως η πιο αγαπημένη ώρα της ημέρας είναι η ώρα που περνάω στην θάλασσα. Όταν κοιτάζω την θάλασσα, όταν περπατάω δίπλα στην θάλασσα, όταν είμαι μέσα στην θάλασσα…

Ένα από τα πολλά μαγικά που συμβαίνουν όταν είσαι στην θάλασσα με την σανίδα και το κουπί σου, είναι ότι ποτέ δεν συναντάς τις ίδιες συνθήκες ακόμα και όταν κάθε φορά πλέεις στην ίδια περιοχή. Ποτέ δεν είναι η ίδια θάλασσα. Ποτέ δεν θα συναντήσεις το ίδιο κύμα, δεν θα φυσάει ποτέ με την ίδια φορά ή την ίδια ένταση ,το ρεύμα δεν θα έχει ποτέ την ίδια κατεύθυνση, το κουπί δεν θα μπει ποτέ με την ίδια γωνία, δεν θα τραβήξεις ποτέ με την ίδια δύναμη, το βλέμμα σου θα αποσπαστεί από διαφορετικά ερεθίσματα , οι μυρωδιές θα είναι κάθε φορά διαφορετικές. Αν στα παραπάνω προσθέσετε την μεταβλητότητα του φωτός , τις διαφορετικές βάρκες και τις διαφορετικές θέσεις που έχουν κάθε φορά, τα διάφορα θαλασσοπούλια που εναλλάσσουν τόπους κυνηγιού ακόμα και τα αφρόψαρα που κάποιες φορές σε τρελαίνουν με τα παιχνίδια τους και κάποιες φορές εξαφανίζονται εντελώς, πιστεύω ότι αντιλαμβάνεστε πως οι αναρίθμητοι συνδυασμοί των παραπάνω παραμέτρων μπορούν να δημιουργήσουν μια ατελείωτη ποικιλία σκηνικών. Και μια ατελείωτη ποικιλία συναισθημάτων.
Τα συναισθήματα αυτά λειτουργούν σαν ένα στυλό highlighter που δίνει έμφαση σε ορισμένες πτυχές των εμπειριών, για να τις κάνει αξέχαστες.
Όταν οι συνθήκες δεν το επιτρέπουν, όταν το κρύο είναι διαπεραστικό ή ο αέρας και η βροχή πρωταγωνιστούν στο «μετεο» της ημέρας, μην μπορώντας να αντισταθώ στον εθισμό μου με την θάλασσα κατεβαίνω στο μικρή μαρίνα της πόλης, για ένα ήρεμο περίπατο. Απολαμβάνω τις μυρωδιές , τις βάρκες και τα σκάφη που είναι δεμένα στην ασφάλεια του λιμανιού, τους καπετάνιους που κάνουν τα σιγυρίσματα τους…Παίρνω και εγώ την τζούρα μου… Φορτίζω τις μπαταρίες μου.
Από τα πράγματα που με ξενίζουν, είναι τα σκάφη που βλέπω στα τρέιλερ, αφημένα στην προβλήτα, κουκουλωμένα σχεδόν σαν παροπλισμένα. Με ξενίζει η εικόνα. Η βάρκα είναι για να είναι στην θάλασσα. Άντε να την βγάλεις να της κάνεις σέρβις ή να την περάσεις μουράβια . Αλλά στον ντόκο πάνω στο τρέιλερ; Η βάρκα είναι για να είναι στην θάλασσα. Το ίδιο και ο καπετάνιος της.
«Τι κοιτάς φίλε;» διέκοψε την σκέψη μου ένας κύριος γύρω στα 70. Μέτριου αναστήματος, με αυλακωμένο από τις ρυτίδες πρόσωπο, λευκά απεριποίητα γένια, ντυμένος με μια χαρακτηριστική κίτρινη νιτσαράδα πάνω από το βαρύ πλεκτό, ταλαιπωρημένο από τα χρόνια, βρώμικο πουλόβερ. Στα ροζιασμένα χέρια του κρατούσε ένα κουβά με ένα πράσινο σφουγγάρι μέσα και ένα χαμηλό μπαστούνι που τον βοηθούσε να σταθεί λίγο καλύτερα.

«Τα βλέπω σαν φασκιωμένα που χειμωνιάζουν.» απάντησα χαμογελώντας.
«Οι άνθρωποι ξεχειμωνιάζουν, όχι οι βάρκες. Οι βάρκες είναι για να είναι στο νερό.Βρέξει χιονίσει. Εκεί είναι το σπίτι τους. Αλλά τι περιμένεις; Καπετάνιοι τριών μηνών είναι οι περισσότεροι. Ναυτικοί του καναπέ.»Κούνησε το κεφάλι του, κάτι μισόλογα μάλλον σαν βρισιές βγήκαν από το στόμα του καθώς γύρισε την πλάτη του, με χαιρέτησε με ένα νεύμα και κίνησε προς τις βάρκες που ήταν δεμένες στην προβλήτα.
Λίγα λόγια, πολλά στοιχεία εξωλεκτικής επικοινωνίας ωστόσο, που μου κίνησαν την περιέργεια. Έτσι κι αλλιώς βόλτα έκανα. Κάθισα σε ένα παγκάκι και βάλθηκα να τον παρακολουθώ.
Έφτασε στην άκρη και ακούμπησε τα πράγματα του στο έδαφος. Είχε σταθεί μπροστά από μια ξύλινη ψαρόβαρκα γύρω στα 6 μέτρα. Ανοιχτή βασικά, με ένα μικρό κουβούκλιο που έκρυβε την μηχανή σχεδόν στο κέντρο του καταστρώματος, με δυο ξύλινα κουπιά δεμένα στο πλάι, που κατέληγε σε μια πλατεία πρύμνη με ένα ξύλινο πάγκο και μια λαγουδέρα για να μπορείς να τιμονεύεις. Παραδοσιακό σκαρί. Καλοδιατηρημένο, φρεσκοβαμμένο, έδειχνε καθαρό. Τα σχοινιά του ήταν ντουκιαρισμένα και ακουμπισμένα στα ρέλια έτοιμα για χρήση. Μια σωστική κουλουρά ήταν δεμένη δίπλα στο πιλοτήριο και ένα μικρό διχτάκι ήταν το μόνο που έδινε μια νότα ακαταστασίας όπως ήταν πεταμένο στο πάτωμα της βάρκας.
Έσκυψε και τράβηξε με περίσσια προσοχή τα σχοινιά που έδεναν την βάρκα, φέρνοντας την αργά και προσεκτικά προς την προβλήτα. Ίσα με το που έφτασε η πλώρη στον ντόκο, άπλωσε το χέρι και σταμάτησε το ξύλινο σκαρί μόλις ένα εκατοστό από το τσιμέντο. Κάργαρε τα σχοινιά της ώστε να κρατήσει την βάρκα κοντά και ακουμπώντας με προσοχή τον κουβά στο κατάστρωμα, με ένα μικρό και προσεκτικό άλμα βρέθηκε πάνω της.
Τον παρατηρούσα για κανένα τέταρτο, όπου με περίσσια σχεδόν ευλάβεια,αφού γέμισε τον κουβά του με θαλασσινό νερό , πέρασε σχεδόν κάθε εκατοστό της με το σφουγγάρι του… Σχεδόν σαν να την χάιδευε. Αφού τέλειωσε, κάθισε στον πάγκο της πρύμης με την πλάτη προς την προβλήτα και το βλέμμα προς την έξοδο του λιμανιού. Έβαλε το χέρι του στην τσέπη και έβγαλε μια κορνίζα με μια παλιά φωτογραφία και την ακούμπησε απέναντι του. Άνοιξε ένα ταμπούκι ,έβγαλε μια μπύρα την οποία και άνοιξε επιδέξια με έναν μαχαίρι. Άναψε ένα τσιγάρο, ακούμπησε την πλάτη του και έκανε να νετάρει το δίκτυ που ήταν αφημένο στα πόδια του…
Μια ώρα μετά και πολύ πιο ήρεμος και με ένα βλέμμα πιο καθάριο, άφηνε την βάρκα να απομακρυνθεί από το τσιμέντο της προβλήτας καλάροντας τις πρυμάτσες της. Έκανε να φύγει, μα πριν καλά καλά διανύσει δύο τρία μέτρα γύρισε προς το ξύλινο σκαρί και χαμογέλασε. Σαν να το χαιρετούσε και να του υποσχόταν ότι θα τα ξανά πουν την επόμενη μέρα. ..
Ρώτησα …Και έμαθα… Ο καπετάνιος είναι ένας συνταξιούχος τραπεζικός. Το ψάρεμα ήταν η αγαπημένη του καθημερινή ενασχόληση σχεδόν όλα του τα χρόνια. Μια συνήθεια που τον γέμιζε και την μοιραζόταν με την αγαπημένη του σύζυγο για πάνω από 25 χρόνια. Τα τελευταία πέντε χρόνια η ζωή του άλλαξε. Έχασε την γυναίκα του και μαζί και την παρέα του. Σαν να μην έφτανε αυτό, μια αρθροπλαστική περιόρισε την κινητικότητα του και μείωσε την αυτοπεποίθηση του, καθηλώνοντας τον στην στεριά.
Παρ ’όλα αυτά, δεν έχει βγάλει ποτέ την βάρκα από το νερό παρά μόνο για τα απαραίτητα. Κάθε μέρα , σχεδόν την ίδια ώρα επαναλαμβάνει σχεδόν εμμονικά την ίδια ρουτίνα. Πότε με μια μπύρα στο χέρι, πότε με ένα ζεστό ελληνικό καφέ που φτιάχνει πάνω στη βάρκα με το γκαζάκι του, κάθεται και αγναντεύει το πέλαγος αναπολώντας τα περασμένα χρόνια. Μαζί του πάντα κουβαλά μια κορνίζα με την φωτογραφία της κυράς του, την οποία την βάζει απέναντι του και συνομιλεί μαζί της με τις ώρες. Και το όνομα της βάρκας… «Νοσταλγία»!

Νοσταλγία… Το καταφύγιο μας όταν το παρόν που ζούμε μας απογοητεύει και ψάχνουμε ένα καταφύγιο για να κρυφτούμε από την μονοτονία και την μοναξιά της ρουτίνας μας.
Νοσταλγία… Ίσως ένα σημάδι που μας βοηθά να καταλάβουμε ότι η ζωή που έχουμε ζήσει έχει νόημα και αξία.
Νοσταλγία…Ένα σημάδι που μας βοηθά να έχουμε αυτοπεποίθηση και κίνητρα για να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις του μέλλοντος.
Νοσταλγία… Ίσως η πύλη εισόδου για τη δική μας ουτοπία. Μια χώρα όπου η ζωή είναι τόσο ελεύθερη , όπου υπάρχουν μόνο αρχή και ξεκινήματα και ποτέ τέλος… Μια χώρα όπου το σκηνικό σμιλεύεται από τα όνειρα μας και μόνο. Μια χώρα όπου ο μόνος λόγος για να κλάψεις είναι από τα γέλια…
Νοσταλγία… Ίσως ένας απαραίτητος, εξελικτικός μηχανισμός αντιμετώπισης της πραγματικότητας.
Νοσταλγία… Νόστος και άλγος ( επιστροφή στο σπίτι και πόνος )…Αρκεί να ξέρεις που ή ποιος είναι το σπίτι σου… Αρκεί να ξέρεις ποιο είναι το λιμάνι στο οποίο έχεις να γυρίσεις…
Τυχερός αυτός που είναι εκεί,που είναι οι σκέψεις του!
«Είναι ωραία η θάλασσα, γιατί κινείται πάντα …
κι αν έχεις βρει πολλές στεριές καμία δεν σε αράζει….
δωσ’ μου φιλοδώρημα τραγούδι με την μπάντα…
Είναι ωραία η θάλασσα γιατί με εσένα μοιάζει» (Μάνος Ξυδούς)
Καληνύχτα.
Μια άλλη οπτική για την θάλασσα…..
Η θάλασσα πραγματικά,με συνεπαίρνει με τα τόσα της πρόσωπα….μια είναι ήρεμη, μια θυμωμένη ,μια αγριεμενη……
Με αρέσει να κάθομαι και να την παρατηρώ….. να ταξιδεύει το μυαλό μου μαζί με τα κύματα και τα βαρκακια της ….να αδειάζει η ψυχή μου από καθετί που με προβληματίζει και δεν μπορώ να διαχειριστώ…
Μα η θάλασσα πιότερο με φοβίζει παρά την αγαπάω …. Ή θα μπορούσα να πω ότι την αγαπάω πολύ αλλά από την ασφάλεια της στεριάς!!!!
Και αυτό γιατί….
η θάλασσα είναι μάγισσα πλανευτρα…
η θάλασσα είναι ξελογιαστρα…..
η θάλασσα κρατάει μέσα στην αγκαλιά της πολλούς αγαπητικους της,που ξελογιαστηκαν από τα θέλγητρα της και νόμιζαν ότι μπορούν να την δαμάσουν,νόμιζαν ότι την ξέρουν και μπορούν να της αντισταθούν, ….αλλά δεν τα κατάφεραν…κι άφησαν πίσω άλλους να τους σκέφτονται……για μένα αυτό είναι νοσταλγία….καλό ξημέρωμα .
Υπέροχο κείμενο… Νοσταλγία, μια ολόκληρη ζωή ξαναζεί μέσα μας, παίζεται σαν ταινία στην καρδιά μας και στη σκέψη μας, παράλληλα με την «πραγματική» τωρινή ζωή μας… Και πραγματικα δεν έχουμε ιδέα τι κρύβει στην ψυχή του ο κάθε άνθρωπος που συναντάμε στο δρόμο μας… Το άλλο που μου έρχεται στο μυαλό, ποσο ξεχωριστή μπορεί να γίνει μια απλη βόλτα αν πραγματικά παρατηρούμε γύρω μας, αν βρισκομαστε στ’αληθεια εκεί… Καλημέρα