Για καφέ με τον Δάσκαλο( Με αφορμή 500 ευρώ..)
Ήταν από αυτές τις μέρες τις στραβές… Που από το πρώτο βλεφάρισμα καταλαβαίνεις ότι μάλλον τίποτα δεν θα πάει καλά… Ακόμα και το πρωινό φως του ήλιου φαινόταν θαμπό…Σαν λάμπα που τρεμοπαίζει πριν καεί εντελώς….
Πιεζόμουν πολύ… Εφημερίες ,διάβασμα, λίγος χρόνος για προσωπική ζωή και ακόμα λιγότερος χρόνος για ξεκούραση. Τα πάντα έδειχναν να είναι εναντίον μου. Μέχρι και τα κόκκινα φανάρια τα είχαν βάλει μαζί μου. Φαίνονταν πιο κόκκινα και κρατούσαν πιο πολύ χρόνο για μένα…

Ήταν από τις μέρες που ένιωθα συμπιεσμένος και ασήμαντος με τον κόσμο γύρω μου να φαντάζει θεόρατος και απειλητικός γίγαντας.
Έτσι το κουβάρι του πρωινού εκείνου, με οδήγησε στο κυλικείο του νοσοκομείου, με ένα ζεστό καφέ στα χέρια, σκυφτός σε ένα παγκάκι, μάλλον να θρηνώ για την κατάσταση μου και λιγότερο να προσπαθώ να ανασυντάξω τις δυνάμεις μου για την δύσκολη μέρα που ακολουθούσε.
«Καλημέρα μικρέ… Μια χαρά χάλια δείχνεις.» άκουσα τον Δάσκαλο να με χαιρετάει χαμογελαστός ,καθώς με σιγο-πλησίαζε με το κομποσχοίνι του στο ένα χέρι και την κούπα με τον διπλό ελληνικό στο άλλο…
Σήκωσα νωχελικά το κεφάλι μου, ανταπέδωσα τον χαιρετισμό με τα μάτια και αμέσως μετά ανασηκώνοντας τους ώμους έκρυψα το πρόσωπο μου, μέσα στα χέρια μου.
«Πληρώθηκα σήμερα …Επιτέλους μετά από τρεις μήνες καθυστέρηση… Λίγο ακόμα και θα έπρεπε να ξαναγυρίσω στο μοναστήρι. Τουλάχιστον δεν θα είχα τον ιδιοκτήτη να με κυνηγάει….» προσπάθησε να με τσιγκλήσει με ένα παιχνιδιάρικο ύφος, το οποίο φάνταζε αρκετά ενοχλητικό, μέσα στην μαύρη μελαγχολία και απογοήτευση που με είχε κατακλύσει…
Πήρα μια βαθειά αναπνοή και σηκώθηκα για να τον ακολουθήσω…
«Έχεις δει ποτέ χαρτονόμισμα των 500 ευρώ;»
Τον κοίταξα με απορία…
«Θα δεις τώρα όπως και να χει… Έλα μαζί μου. Έχω να κάνω μάθημα σε πρωτοετείς της Νοσηλευτικής. Σε θέλω μαζί μου για δέκα λεπτά μόνο.»
Το αμφιθέατρο ήταν γεμάτο κόσμο. Ζωηροί νέοι άνθρωποι, με χαμογελαστά πρόσωπα, πολύβουο μελίσσι που έλεγαν και τα παλιά βιβλία …Με το που μπήκαμε στον χώρο, καλημερίσαμε και όλοι κάθισαν ήσυχα στις θέσεις τους, περιμένοντας με αγωνία την διάλεξη του Δάσκαλου, καθώς πάντα είχε μια τρομερή ικανότητα να μαγνητίζει και να καθηλώνει το ακροατήριο του.
Πήρα την θέση μου στο πρώτο έδρανο ακριβώς απέναντι του, και κρατώντας σφικτά στα χέρια μου τον σάκο μου, ενώθηκα και εγώ με το υπόλοιπο ακροατήριο σε αυτή την γλυκιά προσμονή. Τι στο καλό με χρειαζόταν εμένα εκεί;
«Καλημέρα σε όλους. Πριν ξεκινήσουμε θέλω να σας δείξω κάτι…» ξεκίνησε να μιλάει δυνατά και βάζοντας το χέρι του στην τσέπη του παντελονιού του έβγαλε ένα μωβ χαρτονόμισμα των 500 ευρώ… Το σήκωσε ψηλά και το έδειξε σε όλους.
«Ποιος το θέλει αυτό;» Χαμογέλασε….80 χέρια σηκώθηκα τεντωμένα στο αμφιθέατρο ενώ ενθουσιασμένες φωνές και γέλια γέμισαν τον χώρο…
«Οκ. Δεν βλέπω κάποιον να μην το θέλει… Για να δούμε τώρα..» Πήρε το χαρτονόμισμα και το τσαλάκωσε στην παλάμη του.
«Τώρα ποιος το θέλει;» ξαναρώτησε σηκώνοντας το τσαλακωμένο χαρτονόμισμα στον αέρα..
Τα ίδια χέρια και φωνές με μεγαλύτερη ένταση απάντησαν άμεσα.
«Δεν βλέπω να πτοήθηκε κάποιος. Για να δούμε τώρα…» Πήρε το τσαλακωμένο χαρτονόμισμα, το πέταξε στο πάτωμα και άρχισε να το πατά με το παπούτσι του…
Στην συνέχεια, το σήκωσε ξανά στο αέρα επαναλαμβάνοντας το ίδιο ερώτημα.
Ξανά τα ίδια χέρια, οι ίδιες χαρούμενες φωνές, η ίδια ένταση και χαμόγελα.
Πήρε το βρώμικο και τσαλακωμένο χαρτονόμισμα και το πέταξε μέσα σε ένα καλαθάκι απορριμμάτων. Σήκωσε το καλάθι, ανακάτεψε τα σκουπίδια με τα χέρια του και άδειασε το καλάθι στο πάτωμα. Έψαξε λίγο με τα χέρια του, έψαξε τον σωρό και ξανασήκωσε το χαρτονόμισμα.
«Τώρα; Υπάρχει κάποιος που θέλει αυτό το χαρτονόμισμα;»
Όλο το αμφιθέατρο, με την ίδια ένταση, απάντησε θετικά με τα χέρια υψωμένα και τα ίδια ζωηρά χαμόγελα ζωγραφισμένα στο πρόσωπο όλων.
Έβαλε το ταλαιπωρημένο χαρτονόμισμα στην τσέπη του και με κοίταξε επίμονα στα μάτια.
«Βλέπεις μικρέ; Όταν κάτι είναι πολύτιμο, όσο κι αν τσαλακωθεί από τις δυσκολίες, όσο κι αν το ποδοπατήσουν και όσο κι αν ανακατευτεί με τις πιο άσχημες και βρώμικες πτυχές της ζωής δεν είναι εύκολο να θαμπώσει… Η αξία του θα αναγνωρίζεται πάντα και αυτοί που το χρειάζονται, συνεχώς θα επιδιώκουν να το χουν κοντά τους. Γιατί το χρειάζονται. Γιατί αξίζει.»
….«Μπορείς να γυρίσεις στην δουλεία σου τώρα, μικρέ. Νομίζω ότι στο εφημέριο σε χρειάζονται πιο πολύ από ότι εδώ.» Μου έκλεισε το μάτι και ξαναγύρισε προς το αμφιθέατρο καθώς εγώ με την σειρά μου εγκατέλειπα τον χώρο, με ένα δειλό χαμόγελο που προσπαθούσε να κερδίσει το θλιμμένο σμίξιμο των χειλιών μου.
«Μερικοί από εσάς δεν γνωρίζετε πόσο καταπληκτικοί είστε πραγματικά. Ο τρόπος που κάνετε τους ανθρώπους να γελάνε, που τους δίνετε το χέρι για να σηκωθούν όταν λυγίζουν, που τους εμψυχώνετε ή που μοιράζετε λίγη επιπλέον αγάπη…Αυτός ο τρόπος… Ο τρόπος σας… Και το κάνετε αυτό παρόλο που αγωνίζεστε κι εσείς τον δικό σας Γολγοθά και νομίζω ότι αυτό σας κάνει τόσο όμορφους ανθρώπους…» είπε χαμογελώντας ζεστά, αφήνοντας το βλέμμα του να αιωρηθεί αόριστα ανάμεσα στο ακροατήριο του, που τον άκουγε απορημένο αλλά μαγεμένο ταυτόχρονα.
Ακούμπησα με την πλάτη στο τοίχο, αυτή την φορά με το βλέμμα μου ψηλά στον ουρανό. Το χαμόγελο είχε πια κερδίσει και κυριαρχούσε στο πρόσωπο μου. Πήρα μια βαθιά εισπνοή, έβγαλα αργά τον αέρα με μια μακρόσυρτη εκπνοή , σε μια προσπάθεια να διώξω όλη την μαυρίλα από μέσα μου και σφίγγοντας το κομποσχοίνι μου στην παλάμη ξεκίνησα…
«Αν το μονοπάτι σου απαιτεί να περπατήσεις στην κόλαση, περπάτα σαν να σου ανήκει το μέρος…» μονολόγησα και έκανα αποφασιστικά το επόμενο βήμα …
Καληνύχτα!