Απόσπασμα από το βιβλίο Μητέρα!
Όταν η αγάπη πεθάνει,
γίνεται ένα μοναχικό φάντασμα,
στοιχειώνοντας τις καρδίες μας,
για πάντα…
-ChristyAnnMartine –
1
2015
Ήταν περασμένες 1:00π.μ. και ο δωδεκάχρονος Λουκάς ήταν καθισμένος μπροστά στο γραφείο του, με το πορτατίφ αναμμένο, προσπαθώντας να λύσει τις ασκήσεις ποσοστών στην άλγεβρα, που είχε να παραδώσει το πρωί στον κύριο Αλεξίου, τον μαθηματικό του δεύτερου τμήματος, της πρώτης γυμνασίου.
Δεν υπήρχε ηλεκτρονικός υπολογιστής μπροστά του, ούτε τάμπλετ, ούτε κινητό. Μόνο ένα μικρό κομπιουτεράκι μαθηματικών υπολογισμών, που το είχε βρει ένα απόγευμα έξω από έναν κάδο ανακύκλωσης και το πήρε και το συμμάζεψε όσο μπορούσε. Δεν τον είχε προδώσει ακόμα… Λειτουργούσε αξιοπρεπώς, σαν να του ξεπλήρωνε την χάρη της διάσωσής του.
Το μικρό αγόρι το κοίταξε και στην σκέψη αυτή χαμογέλασε. Το χαμόγελό του όμως έσβησε απότομα καθώς άκουσε την πόρτα του διαμερίσματος που έμενε με τον πατέρα του να ανοίγει.
Το γνωστό τρίξιμο της ξύλινης πόρτας και μετά ο δυνατός χτύπος που συνόδευε το κλείσιμό της. Δύο-τρία βαριά, συρτά βήματα και μετά ο ήχος από τα κλειδιά που έπεσαν με δύναμη πάνω στο μικρό βοηθητικό τραπεζάκι, που υπήρχε δίπλα στην εξώπορτα. Πάνω του, το κεραμικό μαύρο βάζο με τα ζωγραφισμένα χρυσαφί λουλούδια, παρέμενε άδειο τα τελευταία έξι χρόνια.
Η μητέρα του συνήθιζε να το εφοδιάζει με αμάραντους κάθε Σάββατο, καθώς επέστρεφε από την λαϊκή αγορά, που πήγαινε, για να προμηθευτεί τα λιγοστά φρούτα και λαχανικά που της επέτρεπε το πενιχρό της εισόδημα.
Έμεινε ασάλευτος, αφουγκραζόμενος τους ήχους του σπιτιού. Ο πατέρας του κατευθύνθηκε προς το σαλόνι, ξάπλωσε στον παλιό, καμένο από τα τσιγάρα του, σε πολλά σημεία, καναπέ και άναψε την τηλεόραση.
Δεν έδωσε την παραμικρή σημασία στον μικρό. Δεν τον ένοιαξε αν ήταν καλά, αν κοιμόταν ή αν ήταν στο σπίτι την ώρα που αυτός επέστρεψε. Ποτέ δεν τον υπολόγιζε, αντιθέτως πάντοτε έδειχνε να τον ενοχλεί η παρουσία του.
Ποτέ δεν του είχε δείξει ίχνος στοργής ή αγάπης. Το μόνο που πάντα έκανε ήταν να του φωνάζει να πάει να του πάρει τσιγάρα ή να του φέρει κάποια παγωμένη μπίρα από το ψυγείο και πάντα η παράδοση συνοδευόταν από ένα άδειο τσαλακωμένο τενεκεδάκι, που εκσφενδόνιζε ο παχύσαρκος μεσήλικας, προς το μέρος του γιού του.
Έτσι ο Λουκάς ένοιωσε ανακούφιση όταν άκουσε τον πατέρα του να ροχαλίζει βαριά.
Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε με όσο το δυνατόν, πιο ελαφρύ βηματισμό προς την πόρτα. Πήρε τα κλειδιά και την κλείδωσε, αφήνοντας τα κλειδιά πάνω της. Συνήθεια που είχε αποκτήσει παρατηρώντας την μητέρα του, τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Προσπαθούσε πολύ σκληρά να κρατήσει αναμνήσεις από αυτήν, μιας και η τελευταία φορά που την είχε δει ήταν πριν από έξι χρόνια.
Το βλέμμα του έπεσε πάνω στο κεραμικό άδειο βάζο. Θυμήθηκε ξανά την εποχή που το έβλεπε στολισμένο. Θυμήθηκε τα πρωινά του Σαββάτου, που η μητέρα του τον εμπιστευόταν στην κυρία Αγγελική, την γειτόνισσα που έμενε στον ίδιο όροφο με αυτούς.
Τρείς πόρτες χώριζαν τα διαμερίσματά τους. Όποτε λοιπόν η μητέρα του είχε κάποια δουλειά εκτός σπιτιού να διεκπεραιώσει, τον άφηνε στην κυρία Κούλα, όπως την φώναζε ο μικρός. Αυτή πάντοτε πρόσχαρη, τον καλοδεχόταν στο σπιτικό της. Ήταν μια γυναίκα τρίτης ηλικίας, που είχε μείνει χήρα νωρίς και ζούσε μόνη της. Τα παιδιά της είχαν δημιουργήσει προ πολλού τις δικές τους οικογένειες και είχαν φύγει. Έτσι ο Λουκάς την θεωρούσε ότι πιο κοντινό στην γιαγιά που δεν γνώρισε ποτέ.
Εκείνο το πρωινό η μητέρα του τον έντυσε και μαζί πήγαν στο σπίτι της κυρίας Κούλας.
«Σε ευχαριστώ πάρα πολύ που προσέχεις τον Λουκά Αγγελικούλα μου. Σου είμαι πραγματικά υπόχρεη…» της είπε η μητέρα του μικρού, όταν η ηλικιωμένη γυναίκα τους άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της.
«Ούτε να το συζητάς καλή μου. Ξέρεις πόσο πολύ αγαπάω αυτό το παιδί» της απάντησε αυτή και ανακάτεψε τα μαλλιά του αγοριού. Αυτός χαμογέλασε και πέρασε το κατώφλι τρέχοντας, κατευθυνόμενος προς την τηλεόραση που έπαιζε παιδικά προγράμματα.
«Αυτός ο ακαμάτης είναι πάλι λιώμα ε; Κοιμάται ο μπεκρής και εσύ τρέχεις… Ρωξάνη καλή μου, είσαι ευπρόσδεκτη εδώ. Δεν τον χρειάζεσαι, ούτε εσύ αλλά ούτε και ο μικρός.
Πρέπει να τον διώξεις. Πόσο καιρό θα ανέχεσαι να σε χτυπά και να σου φέρεται έτσι;
Έλα μείνε σε εμένα μέχρι να τακτοποιηθείς κάπου, αλλά φύγε μακριά από αυτό το απόβρασμα. Δεν σας κάνει καλό…» είπε η ηλικιωμένη γυναίκα.
«Αγγελικούλα μου, δεν είναι τόσο κακός. Έχει τα θέματά του με το αλκοόλ και τον τζόγο, το ξέρω, μα είναι πατέρας του μικρού και δεν μπορώ να τον πάρω μακριά του. Άσε που ποτέ του δεν έχει απλώσει χέρι στον Λουκά… Στο λέω, τον αγαπάει κατά βάθος…»
«Μόνο το κρασί, το τσιγάρο και την τράπουλα, πέρα από τον εαυτό του, αγαπάει αυτός ο αλήτης… Αλλά πάλι δεν θα σου πω εγώ τι να κάνεις. Δική σου η ζωή καλή μου, δικές σου και οι αποφάσεις που θα την καθορίσουν. Απλά να θυμάσαι ότι τώρα που είσαι μάνα δεν πρέπει να σκέφτεσαι μόνο για εσένα, αλλά και για το σπλάχνο σου, και οι αποφάσεις σου πρέπει να έχουν σαν γνώμονα την λογική πρώτα και έπειτα όλα τα άλλα…
Άντε τώρα κάνε τις δουλειές σου. Εμείς θα σε περιμένουμε εδώ…» της είπε και της χαμογέλασε.
Ο Λουκάς θυμόταν ότι το σπίτι της εκείνη την ημέρα μύριζε κέικ λεμονιού. Είχε επιθυμήσει τόσο αυτή την μυρωδιά.
Όταν η μητέρα του γύρισε να τον πάρει, φορτωμένη με τα λουλούδια και μερικά φρούτα και λαχανικά, η κυρία Αγγελική της άνοιξε την πόρτα και την αγκάλιασε.
«Συγνώμη για πριν Ρωξάνη μου. Δεν μου πέφτει λόγος… Μα σας αγαπάω πολύ κορίτσι μου και στεναχωριέμαι. Αυτό είναι όλο.
Να έλα, πάρε αυτό…» της είπε και της έδωσε ένα κέικ με γεύση βανίλια και γλάσο λεμονιού, τοποθετημένο σε μια πορσελάνινη πιατέλα. «Είναι για τον μικρό και εσένα… Ούτε ψίχουλο σε αυτόν τον χαραμοφάη…» της είπε και χαμογέλασε σκύβοντας λίγο το κεφάλι της.
Την αποχαιρέτησαν και μπήκαν σπίτι τους. Τότε η μητέρα του έβγαλε από την τσέπη της ένα μικρό αυτοκινητάκι με ρόδες, που καθώς τις τραβούσες προς τα πίσω, αυτές έδιναν ώθηση στο παιχνίδι να κατευθυνθεί προς τα μπροστά.
«Αυτό είναι για εσένα αγάπη μου» είπε στον Λουκά και αυτός μιας και δεν ήταν συνηθισμένος στο να παίρνει δώρα, ενθουσιάστηκε.
Άρχισε να χοροπηδά στο δωμάτιο και να φωνάζει ευχαριστώ στη μητέρα του. Μετά έβαλε το αυτοκινητάκι στο πάτωμα και άρχισε να παίζει μαζί του…
«Είναι τέλειοοοοοο….» φώναζε…
«Θα το βουλώσεις επιτέλους κωλόπαιδο ή θα στο βουλώσω εγώ;» φώναξε ο πατέρας του και σηκώθηκε από το κρεβάτι του. Μύριζε αλκοόλ από μακριά και μια όξινη μυρωδιά από τον έμετο που είχε ξεραθεί στην φανέλα του, τον συνόδευε.
Πλησίασε τον μικρό που έπαιζε ακόμα, μιας και ο ενθουσιασμός του, δεν τον είχε κάνει να καταλάβει την σοβαρότητα της κατάστασης. Στάθηκε πάνω από τον Λουκά και έβγαλε την ζώνη που συγκρατούσε το παντελόνι του.
«Κοίτα μπαμπάααα… Είναι το πιο τέλειο αυτοκινητάκι από όλα τα αυτοκινητάκια του κόσμουυυυ… Έλα να παίξουμεεεε…»
Ο άντρας δίπλωσε έξαλλος την ζώνη από φτηνή δερματίνη και σήκωσε το χέρι του.
«Αντώνη τι πας να κάνεις εκεί;» του φώναξε η γυναίκα του τρέχοντας και έπιασε το χέρι του. Αυτός την έσπρωξε πίσω με τόση δύναμη, που η γυναίκα έχασε την ισορροπία της και έπεσε στο πάτωμα. Έπειτα κατέβασε την ζώνη του με ορμή, πάνω στην πλάτη του μικρού, που τον κοιτούσε όλο φόβο και απορία. Τα μεγάλα γαλανά του μάτια πλημύρισαν από δάκρια αλλά ο μικρός δεν έκλαψε. Και όσο δεν έκλαιγε, τόσο ο πατέρας του τον χτυπούσε, ξανά και ξανά.
Η μητέρα του τότε κατάφερε να σηκωθεί ζαλισμένη και να τον χτυπήσει με ένα μπουκάλι μπράντι στο κεφάλι, χωρίς αυτός να την αντιληφθεί.
Ο άντρας έπεσε αναίσθητος στο πάτωμα, και η γυναίκα πήρε το παιδί της στην αγκαλιά της. Με τρεμάμενα πόδια ξεκλείδωσε την πόρτα, πήρε τα κλειδιά και έτρεξε στην κυρία Κούλα. Αυτή μόλις αντίκρισε τα πρόσωπα τους αναφώνησε «Ο Χριστός και η Παναγία… Πάμε κατευθείαν στο νοσοκομείο…» και έτσι και έπραξαν…
«Στο είπα ότι είναι επικίνδυνος καλή μου… Πρέπει να πάμε στην αστυνομία. Τώρα. Μην χάνεις στιγμή… Σε παρακαλώ κοριτσάκι μου…»
«Όχι στην αστυνομία Αγγελικούλα μου, τον χτύπησα με το μπουκάλι… Μην το ξεχνάς… Θα μπλέξω και εγώ και ίσως μου πάρουν και τον μικρό αν μπλεχτεί η πρόνοια. Θα πάω να πάρω δυο ρούχα του μικρού και δικά μου, και ότι χρήματα έχω, και θα έρθουμε σπίτι σου για λίγο, αν μας θέλεις ακόμα δηλαδή…»
«Είναι επικίνδυνο Ρωξάνη… Μη πας μόνη σου…»
«Μην ανησυχείς… Σε μια ώρα θα είμαι πίσω. Να μου τον προσέχεις και αν συνέλθει πριν επιστρέψω, να του πεις ότι είναι ασφαλής και τον λατρεύω…» της είπε η νεαρή γυναίκα και έφυγε.
Η κυρία Αγγελική έμεινε όλο το βράδυ μαζί με τον μικρό, ο οποίος ψηνόταν στον πυρετό και την άλλη μέρα το πρωί προσπάθησε να καλέσει στο σπίτι της φίλης της, μα δεν απαντούσε κανείς. Από το νοσοκομείο δεν έδιναν εξιτήριο στο αγόρι χωρίς την παρουσία κηδεμόνα και ήταν και Κυριακή, οπότε η στοργική γυναίκα παρόλη την ανησυχία της παρέμεινε στο πλευρό του μικρού, μα η φίλη της δεν φάνηκε ποτέ.
Την Δευτέρα το μεσημέρι ο πατέρας του εμφανίστηκε και υπέγραψε για να πάρει τον μικρό.
«Μακριά από το σπίτι μου εσύ γριά σκρόφα…» είπε, όταν η κυρία Αγγελική τον ρώτησε που είναι η Ρωξάνη.
«Η σκύλα μου άνοιξε το κεφάλι, μετά πήρε ότι οικονομίες είχα και την κοπάνησε, αφήνοντάς μου αυτό το σκατόπραγμα, να το φάω στη μάπα μόνος μου. Τέτοιο βρομοθήλυκο ήταν η φίλη σου και κάτι τέτοιο είσαι και του λόγου σου. Μακριά από εμένα και το σπίτι μου λοιπόν…» είπε και πήρε τον μικρό, τραβώντας τον από το χέρι, σχεδόν σέρνοντάς τον.
«Τι της έκανες;» ρώτησε η γυναίκα, μα αυτός δεν γύρισε καν να την κοιτάξει.
Οι πρώτες μέρες ήταν δύσκολες. Η κυρία Κούλα χτυπούσε ανά τακτά χρονικά διαστήματα την πόρτα του διαμερίσματος, μα δεν της άνοιγε κανείς. Μόνο η τηλεόραση ακούγονταν από μέσα.
Η γυναίκα λοιπόν αποφάσισε να αφήσει δυο πιάτα φαγητό έξω από την πόρτα του σπιτιού και να φύγει. Όταν μια ώρα μετά πήγε ξανά, τα πιάτα ήταν άδεια και αφημένα στο χαλάκι της εξώπορτας. Το βράδυ έκανε το ίδιο και την ίδια διαδικασία επανέλαβε και την επόμενη, μα και όσες μέρες ακολούθησαν. Ήθελε τουλάχιστον να ξέρει ότι ο μικρός είχε κάτι να φάει.
Δύο μήνες μετά, ένα μεσημέρι την ώρα που η γυναίκα τοποθετούσε το φαγητό στο χαλάκι της πόρτας, αυτή άνοιξε διάπλατα. Η Αγγελικούλα πισωπάτησε και στύλωσε το σώμα της.
«Είναι καλά το παιδί;» ρώτησε τον άντρα που στεκόταν μπροστά της, αξύριστος και άπλυτος για πολύ καιρό.
«Σε ευχαριστούμε Αγγελικούλα. Ειλικρινά. Το ξέρω ότι νοιάζεσαι για τον μικρό. Τώρα που η Ρωξάνη μας παράτησε, η βοήθειά σου στάθηκε πολύτιμη. Χίλια καλά να έχεις»
«Πες μου βρε αγόρι μου τι έγινε; Που πήγε αυτό το ευλογημένο κορίτσι; Δεν είναι δυνατόν να άφησε έτσι τον μικρό… Και εσένα…»
«Και όμως κυρά Κούλα, η Ρωξάνη την έκανε… Μας παράτησε. Και πήρε και ότι χρήματα είχαμε. Δεν έχω την παραμικρή ιδέα, που μπορεί να βρίσκεται…»
«Τι να πω βρε παιδί μου, ο θεός να την φωτίσει και να γυρίσει γρήγορα… Ότι θελήσεις, ότι χρειαστείς για τον μικρό ή για εσένα, μη διστάσεις να μου το ζητήσεις»
«Σχετικά με αυτό, θα μπορούσες να με βοηθήσεις με τον μικρό; Θα μπορούσες να τον κρατάς για να πηγαίνω για κανένα μεροκάματο; Δεν έχουμε κυριολεκτικά τίποτα να φάμε και δεν μπορώ να τον αφήνω μόνο του… Και αν μπορούσες να μου δανείσεις 300 ευρώ να πληρώσω κάτι λογαριασμούς και θα στα επιστρέψω… »
«Ούτε να το συζητάς… Το αγαπάω το παιδί σου Αντώνη… Άστον σε εμένα. Τον παίρνω και τώρα δίπλα αν θέλεις… Έλα να σου δώσω τα χρήματα και κοίτα να ξεκουραστείς λίγο και να σουλουπωθείς βρε παιδί μου. Δεν θα σε θέλει κανείς την δούλεψή του, αν δεν είσαι καθαρός και περιποιημένος… Με όλο το θάρρος…»
«Έχεις δίκιο κυρά Κούλα… Σε ευχαριστώ! Πάω να στον φέρω…»
Η γυναίκα ήξερε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Η Ρωξάνη θα έδινε και την ζωή της για το παιδί αυτό. Δεν είχε όμως άλλο τρόπο για το κρατήσει ασφαλή. Έτσι πήρε τον μικρό σπίτι της και συνέχισε να μαγειρεύει και για τον πατέρα του ένα πιάτο φαγητό.
Αυτός από την άλλη, δεν άντεξε περισσότερο από δύο εβδομάδες και εννοείτε ότι ξανά κατρακύλησε στο ποτό και στον τζόγο… Ειδικά τώρα που ήταν απαλλαγμένος από το βάρος του παιδιού και από την ανάγκη να εξασφαλίσει κάτι για να φάει ο ίδιος.
Οι μέρες περνούσαν και ο Λουκάς δεν μιλούσε για τίποτα άλλο πέρα από την μητέρα του. Του έλειπε και την αναζητούσε κάθε ώρα και στιγμή της ημέρας, μα αυτή δεν εμφανίστηκε ξανά. Οι μνήμες του μικρού και οι βασανιστική αίσθηση της απώλειας, άρχισαν να ξεθωριάζουν, μα αυτός προσπαθούσε να κρατά την μητέρα του στο μυαλό του, με ότι τρόπο είχε.
Ο καιρός περνούσε και το παιδί ζούσε κυριολεκτικά με την κυρία Αγγελική, ώσπου τρία χρόνια αργότερα, η γυναίκα πέθανε.
Ο μικρός ένιωθε ανείπωτο πόνο για τον χαμό της γυναίκας που τόσο του είχε σταθεί, μα συνάμα ένοιωθε και πιο μόνος του από ότι ποτέ άλλοτε. Συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι έπρεπε να ζήσει μαζί με αυτόν τον άνθρωπο, που ήταν ότι χειρότερο είχε γεννήσει η φύση, και αυτό δεν ήξερε πως να το αντέξει.
Δάκρια κύλησαν στα μάτια του και σήκωσε τα χεράκια του για να τα σκουπίσει. Στεκόταν τόση ώρα μπροστά στο τραπεζάκι της πόρτας, χαζεύοντας το μαύρο κεραμικό βάζο…
«Δεν ξέρω ποιος από τους δυο τους είναι χειρότερος… Αυτός ο άθλιος ή αυτή που με παράτησε και με άφησε να ζήσω μαζί του; Γιατί δεν με πήρε μαζί της; Έδειχνε να με νοιάζεται, να με αγαπά…» ψιθύρισε καθώς σκούπιζε τα δάκρυά του, και με βλέμμα θολό έκανε ένα βήμα μπροστά, μα σκόνταψε στο χαλί που είχε διπλωθεί στην γωνιά του και έπεσε στο πάτωμα.
Ο θόρυβος ξύπνησε τον πατέρα του, και αυτός γεμάτος οργή από την γκίνια που τον κυνηγούσε, αλλά και κατευθυνόμενος από την απώλεια συνείδησης που του προξενούσε το αλκοόλ, σηκώθηκε και ξεκούμπωσε την ζώνη του παντελονιού του, ακριβώς όπως είχε κάνει εκείνη την ημέρα, έξι χρόνια πριν.
Τρεκλίζοντας πλησίασε το αγόρι και όσο προχωρούσε δίπλωνε την ζώνη του στα δύο. Ακριβώς όπως είχε κάνει και τότε…
Οι αναμνήσεις κατέκλισαν τον Λουκά. Θυμός και θλίψη τον κυρίευσαν και τα συναισθήματα αυτά ήταν που τον έκαναν να σηκώσει ψηλά το χεράκι του και να πιάσει την ζώνη του πατέρα του στον αέρα.
Την τράβηξε προς το μέρος του, με τόση δύναμη, που ο μεγαλόσωμος παχύσαρκος άνδρας έχασε την ισορροπία του και έπεσε με το πρόσωπο στο πάτωμα.
«Θα σε λιώσω κωλόπαιδο…» είπε και προσπάθησε να σηκωθεί, μα ο μικρός με όση δύναμη είχε, τον κλώτσησε στο πρόσωπο και γύρισε προς την πόρτα. Την ξεκλείδωσε και βγήκε έξω τρέχοντας. Έριξε μια κλεφτή ματιά στην πόρτα της κυρίας Κούλας, που του είχε σταθεί σαν φύλακας άγγελος όλα αυτά τα χρόνια, και ευχήθηκε να ήταν εκεί τώρα και να μπορούσε να τον κρύψει στην αγκαλιά της, μα δεν κοντοστάθηκε.
Κατέβηκε δυο–δυο τα σκαλιά και βγήκε στο σκοτεινό μουσκεμένο από την βροχή δρόμο.
«Τέλεια… Η βροχή μου έλειπε τώρα» ψιθύρισε και άρχισε να τρέχει προς την παραλία της Σουβάλας.
Είχε την αίσθηση ότι ο πατέρας του τον κυνηγούσε και πως αν τον έπιανε, θα τον έκανε να μετανιώσει που γεννήθηκε… Και έτσι κυριευμένος από την απελπισία του, και δίχως να το σκεφτεί, έσπρωξε λίγο την ξεχαρβαλωμένη σανίδα, που συγκρατούσε την άλλοτε ξύλινη και στιβαρή πόρτα του παλιού εγκαταλελειμμένου αρχοντικού, και μπήκε μέσα.
Απόσπασμα από το βιβλίο Μητέρα
Ζάγουρα Έλενα
ΥΓ: Όλα τα ονόματα και τα πρόσωπα, που αναφέρονται και περιγράφονται, είναι προϊόντα φαντασίας, παρόλο που στοιχεία αναφορικά σε οικήματα, κτήρια και οδούς της πόλης, είναι υπαρκτά.